καταφάσκω

καταφάσκω
(AM καταφάσκω)
λέγω «ναι», επιβεβαιώνω, συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, απαντώ καταφατικά
μσν.-αρχ.
(φρ) «καταφάσκομαι εἰς...» — θεωρούμαι ως... («οὐδὲ συγγραφεύς, εἴ που μνήμας τοιαύτας ὑποκινεῑ, καταφάσκεται εἰς μνησίκακον», Ευστάθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + φάσκω «λέγω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταφάσκω — κατά φάσκω say pres subj act 1st sg κατά φάσκω say pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάφαση — ἡ (AM κατάφασις) [καταφάσκω] η ενέργεια τού καταφάσκω*, επιβεβαίωση, βεβαιωτική πρόταση, αποδοχή, συγκατάθεση, συναίνεση, επιδοκιμασία αρχ. βεβαιωτικό μόριο …   Dictionary of Greek

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

  • καταφατικός — ή, ό (Α καταφατικός και καταφαντικός, ή, όν) [καταφάσκω] αυτός που δηλώνει κατάφαση, βεβαιωτικός, επιβεβαιωτικός, συναινετικός, επιδοκιμαστικός νεοελλ. φρ. α) «καταφατική κρίση» (λογ.) η κρίση στην οποία το κατηγορούμενο καταφάσκει στο υποκείμενο …   Dictionary of Greek

  • κατηγορώ — και κατηγοράω (AM κατηγορῶ, έω) [κατήγορος] 1. προσάπτω κατηγορία σε κάποιον, φέρνω κάποιον σε δικαστήριο, διώκω κάποιον δικαστικώς, ενοχοποιώ (α. «τόν κατηγόρησαν για απάτη» β. «κατηγορείται για φόνο» γ. «κατηγορῶ μὲν οὖν αὐτῶν ὅτι μετέπεισαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”